κατασποδώ

κατασποδώ
(I)
κατασποδῶ, -έω (Α)
σκοτώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -σποδῶ / -έω (< σποδῶ «κάνω σκόνη, συντρίβω» < σποδός «στάχτη, σκόνη»), πρβλ. απο-σποδώ, δια-σποδώ].
————————
(II)
κατασποδῶ, -όω (Α)
δαπανώ, σπαταλώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + -σποδῶ / -όω (< σποδός «στάχτη, σκόνη»), πρβλ. συ-σποδώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”